ναρκώ — ναρκῶ, άω (Α) [νάρκη] βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκης, γίνομαι δυσκίνητος, ναρκώνομαι, μουδιάζω … Dictionary of Greek
καταναρκώ — καταναρκῶ, άω (AM) αμελώ λόγω αδράνειας ή νωθρότητας αρχ. παθ. καταναρκῶμαι, άομαι και ιων. τ. έομαι πέφτω σε πλήρη νάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ναρκῶ] … Dictionary of Greek
μαλκάω — (Α) [μάλκη] ναρκώ (I)* … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
νάρκημα — νάρκημα, τὸ (Α) [ναρκώ] 1. νάρκωση 2. νάρκη … Dictionary of Greek
νάρκησις — νάρκησις, ἡ (Α) [ναρκώ] νάρκημα* … Dictionary of Greek
ναρκώνω — (Α ναρκῶ, όω) [νάρκη] επιφέρω νάρκη, προκαλώ αναισθησία, αναισθητοποιώ νεοελλ. 1. προκαλώ τάση για ύπνο, για λήθαργο 2. μτφ. προξενώ αποχαύνωση, αποχαυνώνω … Dictionary of Greek
προναρκώ — άω, Α [ναρκῶ] κυριεύομαι από νάρκη προηγουμένως, ναρκώνομαι από πριν … Dictionary of Greek